- εἰδητός
- εἰδ-ητός, ή, όν,A knowable,
εἶδος γάρ, ὅτι εἰδητὸν καὶ εἰδητικόν Dam.Pr.81
, cf. ib. 303.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἶδος γάρ, ὅτι εἰδητὸν καὶ εἰδητικόν Dam.Pr.81
, cf. ib. 303.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰδητόν — εἰδητός knowable masc acc sg εἰδητός knowable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσυνείδητος — η, ο (ΑΜ εὐσυνείδητος, ον) (για πράξη, εργασία κ.λπ.) αυτός που είναι αποτέλεσμα ευσυνειδησίας, που έχει γίνει με ευσυνειδησία, εντιμότητα και σοβαρότητα (α. «ευσυνείδητη εργασία» β. «εὐσυνείδητον πρᾱγμα») νεοελλ. εκείνος που έχει συνείδηση τών… … Dictionary of Greek